- φαραδισμός
- ο(ιατρ.), η χρησιμοποίηση ασθενούς εναλλασσόμενου ρεύματος που παράγεται με ειδική δυναμομηχανή για τη θεραπεία νευρικών παθήσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαραδισμός — ο, Ν ιατρ. η εφαρμογή, για θεραπευτικούς σκοπούς, τού φαραδικού ρεύματος, η οποία επιδρά στη συσταλτικότητα τών μυών και στη διεγερσιμότητα τών νεύρων, ασκώντας επίσης αναλγητική, αγγειοκινητική και επισπαστική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ.… … Dictionary of Greek